-
1 πρόειμι
A ibo) go forward, advance,κατὰ βραχὺ προϊών Th.1.64
;ὀλίγα βήματα προϊόντες X.Cyr.7.5.6
;π. τῆς ὁδοῦ X.Eph.4.3
; of the Nile Delta, προϊούσης τῆς χώρης as it advanced (by deposit from the water), Hdt.2.15.2 of Time, προϊόντος τοῦ χρόνου as time went on, Id.3.96; προϊούσης τῆς πόσιος, π. τοῦ συμποσίου, Id.6.129, X.Cyr.8.4.13:προϊούσης τῆς νυκτός Id.An.2.2.19
; π. τῆς ἡλικίας, τῆς συνουσίας, Pl.Phdr. 279a, Tht. 150d; προϊόντος τοῦ λόγου, τοῦ ᾄσματος, Id.Phdr. 238d, Prt. 339c; τοῦ προϊόντος ἔτους the current year, BGU 1126.6(i B.C.):ἡ ἐργασία κατὰ τοὺς τρεῖς χρόνους π. Hermog.Prog. 9
.3 proceed, continue, προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων going on reading, Pl.Phd. 98b;πρόϊθί γε ἔτι εἰς τοὔμπροσθεν Id.Grg. 497a
, cf. Lg. 842a;ὁ λόγος προΐτω Plot.2.4.4
.4 go first, go in advance, X.Cyr.1.5.14, 2.2.6: c. gen., go before or in advance of,τῆς ἄλλης στρατιῆς Hdt.1.80
: metaph.,π. τοῦ καιροῦ X.Cyr.6.3.29
.5 go forth,θύρασι Ar.Th.69
;π. ἔξω τῆς φάλαγγος X.Lac.12.3
codd.;π. τοῦ οἴκου Hdn.1.17.4
; appear in public,ἐν ἐρεᾷ ἐσθῆτι PGnom. 182
(ii A.D.).6 π. εἴς τι pass on to, begin another thing, X.Eq.10.13;π. εἰς ἄπειρον Arist.EN 1094a20
, Ph. 209a26: hence, become,ἐξ οἰκέτου δεσπότης π. Luc.Nigr.20
.7 of an action,π. ἐπὶ τὸ λῷον
succeed,X.
Vect.6.3.------------------------------------A sum) to be before, τά τ' ἐσσόμενα πρό τ' ἐόντα things which were before, Il.1.70; οἱ προόντες γεωργοί the former cultivators, PTeb.379.12(ii A.D.); αἱ προοῦσαι τάξεις the previous positions, Ael. Tact.29.10; but, οἱ προόντες those who were there before (and still are there), Ath.9.391d;ἀνῳκοδόμησα ἐπὶ προοῦσι θεμελίοις ἀρχαίοις Sammelb.5232.19
(i A.D.); τῇ προούσῃ αὐτοῦ γυναικί his present wife, PSI1.36a5,27(i A.D.), cf. PRyl.154.4(i A.D.);τὰ προεσόμενα Plu. 2.586f
(s.v.l.); also τοῖς προοῦσι δίδωμι the aforesaid, POxy.580(ii A.D.).II προεσόμενα, = profutura, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόειμι
-
2 τείνω
τείνω, fut. τενῶ, aor. ἔτεινα, perf τέτακα, τέταμαι, aor. p. ἐτάϑην, spannen, an-, ausspannen, ausdehnen, ausrecken; τόξον, den Bogen spannen, Il. 4, 124 u. öfter, wie Aesch. Ag. 355 (vgl. τανύω); βέλη, Soph. Phil. 198; ἡνία ἐξ ἄντυγος τείνειν, die Zügel fest anbinden, Il. 3, 261. 5, 262. 19, 394; ἱμὰς τέτατο, der Riemen war straff angespannt, 3, 372; τελαμῶνε τετάσϑην, 14, 404; ταϑεὶς ἐνὶ δεσμῷ, Od. 22, 200; ἱστία τέτατο, die Segel waren gespannt, 11, 11; so Soph. ναὸς ὅςτις ἐγκρατὴς πόδα τείνας ὑπείκει μηδέν, Ant. 712; u. übertr., τὸ μὴ τείνειν ἄγαν, 707; auch ὅτε τε Ζεὺς λαίλαπα τείνῃ, Il. 16, 365, wenn er ein Unwetter ausspannt, ausbreitet; νὺξ τέταται βροτοῖσιν, Nacht ist ausgebreitet über den Menschen, Od. 11, 19; ἀὴρ τέταται, die Luft ist ausgebreitet, Hes. O. 551. Vgl. noch φάρμακον τείνων ἀμ φὶ γένυι, vom angelegten Zügel, Pind. Ol. 13, 85. – Auch der Länge nach hinstrecken, ὥς τε σκώληξ ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταϑείς, Il. 13, 655; πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ κεῖτο ταϑείς, 21, 119; ἐν κονίῃσι τετάσϑην, τέταντο, 4, 536. 544; vgl. ἐν στεῤῥοῖς λέκτροισι ταϑεῖσα, Eur. Troad. 114; φάσγανον ὑπὸ λαπάρην τέτατο, das Schwert hing lang herab, Il. 22, 307. – In die Länge ziehen und anspannen, übertr., εἰ δὲ ϑεός περ ἶσον τείνειεν πολέμου τέλος, Il. 20, 101, das Ziel des Krieges gleich anspannen oder etwa gleiche Bahnen zum Ziele des Sieges zumessen, d. i. beiden Parteien gleich günstig sein; u. pass., τῶν ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο πτόλεμ ός τε, 12, 456. 15, 413, Kampf u. Schlacht war ihnen gleich gespannt, d. i. es wurde von ihnen mit gleichem Glücke gekämpft; vgl. Hes. Th. 638; ähnlich ἐπὶ Πατρόκλῳ τέτατο κρατερὴ ὑσμίνη, Il. 17, 634, es spannte sich das Gefecht an, man kämpfte mit Anstrengung, Anspannung aller Kräfte, wie τείνειν αὐδήν, die Stimme anspannen, anstrengen, Aesch. Pers. 566; λόγον, die Rede ausdehnen, eine lange Rede halten, Ch. 503; vgl. ἀμφὶ νῶτ' ἐτάϑη πάεαγος, mehr in räumlicher Beziehung zu nehmen, Soph. Ant. 124; μἡ τεῖνε μακράν, sc. λόγον, Ai. 1019; τί μάτην τείνουσι βοάν, Eur. Med. 201; vom Lichte, verbreiten, διὰ παντὸς τοῠ οὐρανοῦ καὶ γῆς τεταμένον φῶς, Plat. Rep. X, 616 b; ἵπποισι τάϑη δρόμος, der Lauf ward von den Pferden angespannt, d. i. sie strengten sich an im Lauf, Il. 23, 375, während man ib. 758 Od. 8, 121 einfacher nehmen kann: der Lauf erstreckte sich seiner Richtung nach. – Auch von der Zeit, αἰῶνα, das Leben hinziehen, ein langes Leben führen, Eur. Ion 625; βίον, Med. 670; Aesch. Ag. 1335; vgl. ἡδύ τι ϑαρσαλέαις τὸν μακρὸν τείνειν βίον ἐλπίσι, Prom. 535; ὡς μὴ μακροὺς τείνω λόγους, Eur. Hec. 1177; vgl. συχνοὺς τείνω τῶν λόγων, Plat. Gorg. 519 e. Bei Ath. III, 106 c u. sonst vom Dehnen, Langsprechen einer Sylbe. – Auf ein Ziel hinrichten, hinlenken, βέλη ἔπὶ Τροίᾳ, Soph. Phil. 198; φόνον εἴς τινα, Mordanschläge auf Einen richren, Eur. Hec. 263; τὸν νοῦν ἐπί τινι, Sp. – Häufig intrans., zunächst – a) vom Orte, sich erstrecken, ausdehnen, sich hinziehen; besonders εἴς τι, sich wohin, bis zu einem Ziele erstrecken, Her. 4, 38. 7, 113, der so auch pass. sagt τὸ ὄρος τεταμένον τὸν αὐτὸν τρόπον, das Gebirge, das sich auf dieselbe Weise hinerstreckt, 2, 8; τείνοντα χρόνον τρομέονται, die sich in die Länge ziehende Zeit, Aesch. Pers. 65. – b) von Personen, auf Etwas zugehen, auf ein Ziel losstreben, τείνειν ὥς τινα, zu Einem hineilen, Ar. Thesm. 1205; τείνειν εἰς πύλας, Eur. Suppl. 720; ἔτεινον ἄνω πρὸς τὸ ὄρος, Xen. An. 4, 3, 21. – c) auf Etwas gerichtet sein, sich worauf beziehen, worauf zielen, τείνει εἰς σέ, es geht auf dich, Her. 6, 109; τὰ πρὸς τὴν ἀρετὴν τείνοντα, das auf die Tugend Bezug Habende, Plat. Polit. 308 e; εἰς σὲ τείνει τῶνδε διάλυσις κακῶν, Eur. Phoen. 438; ὥςτε καὶ τοῦτο τοῠ ᾄσματος πρὸς τοῠτο τείνει, ὅτι, Plat. Prot. 345 c, vgl. Conv. 188 d; εἰς σὲ τείνουσιν αὗται αἱ ᾠδαί, Lys. 205 e; ἡ πρὸς τὴν ὄνησιν τείνουσα πρᾶξις, Crat. 419 h; daher auch von Linien, ἀπὸ τῆς ἐκ γωνίας εἰς γωνίαν τεινούσης, Men. 85 b; τὰ μηδαμόσε ἄλλοσε τείνοντα ἢ πρὸς δόξαν καὶ ἔριν, Rep. VI, 499 a; πρὸς σὲ μᾶλλον τείνει τὰ τοῠ ἡγεμόνος ἔργα ἢ πρὸς ἐμέ, Xen. Oec. 7, 39. Aber auch τείνειν πρός τινα od. πρός τι = an Etwas hinanreichen, ähnlich sein, Plat. Crat. 402 c; ἐγγύς τι τείνειν τοῠ ϑανάτου, Phaed. 65 a, vgl. Theaet. 169 a. – d) sich anspannen, anstrengen, Sp., wie auch das pass. gebraucht wird, ἀμφ' ἀρεταῖς τέταμαι, Pind. P. 11, 54; λιμὸν ἀμύνων τέταται, I. 1, 49.
-
3 μέλω
A to be an object of care or thought, or in act. sense, care for, take an interest in.A [tense] pres. μέλω: [tense] impf. ἔμελον, [dialect] Ep.μέλον Od.5.6
: [tense] fut. μελήσω, [dialect] Ep. inf.μελησέμεν Il.10.51
: [tense] aor. ἐμέλησα: [tense] pf. μεμέληκα; also [dialect] Ep. and Lyr. μέμηλα, [dialect] Dor. part. μεμᾱλώς dub. in Pi.O.1.89 (for [dialect] Ep. forms of [voice] Med.v.infr.111.2): almost always [ per.] 3sg.and pl., exc. in [tense] pres. (v. infr.):— to be an object of care or thought, sts. with a personal subject (not in [dialect] Att. Prose):I πᾶσι δόλοισιν ἀνθρώποισι μέλω by all manner of wiles am I in men's thoughts, i. e. am well known to them, Od.9.20;Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα 12.70
; ;Εὐθυμίᾳ μέλων εἴην Pi.Fr. 155
;μέλει σφισὶ Καλλιόπα Id.O.10(11).14
;ἵνα θανοῦσα νερτέροισιν μέλω E.Andr. 850
(lyr.);Ἔρως.. οὐρανίδαισι μέλων Id.Tr. 842
;μέλων πολλοῖσι AP 5.121
(Diod.);ἡ μέλουσα ἀγέλη Them.Or.1.10a
: [tense] pf. part., ἀρεταῖσι μεμαλότας dear to virtue, Pi.O.1.89 (dub.); μέλεγάρ οἱ [Ὀδυσσεύς] Od. 5.6;τὸν ξεῖνον δὲ ἐῶμεν... Τηλεμάχῳ μελέμεν 18.420
: but more freq. of things, μή τοι ταῦτα... μελόντων let not these things weigh on thy soul, Il.18.463, Od.13.362;μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσί Il.24.152
; σοὶ χρὴ τάδε πάντα μέλειν 'tis good these things should be a care to thee, 5.490; ;μελήσουσιν δ' ἐμοὶ ἵπποι 5.228
;ᾧ τόσσα μέμηλε 2.25
;οἷς ὕβρις μέμηλε κακή Hes.Op. 238
;τοῖσιν.. ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει Od.1.151
, cf. Il.2.614; ;ἔλεγε.. κομιδῆς πέρι τὴν ὥρην αὐτῷ μελήσειν Hdt.8.19
;μέλει γὰρ ἀνδρὶ.. τἄξωθεν A.Th. 200
;σοὶ χρὴ μέλειν ἐπιστολάς Id.Pr.3
;οὗτος.. δμωσὶν ἂν μέλοι πόνος E.Supp. 939
;ἃ τοῖσιν ἀστοῖς ἔμελεν Ar.Ec. 459
;τοῖσδε μελήσει γάμος E.El. 1342
(anap.);τοῦτο ἴσασιν ἐμοὶ μεμεληκός X.Ap.20
.2 impers. c. inf.,οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι Od.16.465
; so in A.Ag. 1250, Th.1.141, etc.; also,μοι ἐμέλησεν ὥστε εἰδέναι X.Cyr.6.3.19
: united with the personal construction, .3 less freq. with a Conj.,οὐ μέλειν οἱ ὅτι ἀποθνῄσκει Hdt.9.72
; σοὶ μελέτω ὅκως .. Id.1.9, cf. X.An.1.8.13, etc.;ὡς δὲ καλῶς ἕξει.., ἐμοὶ μελήσει Id.Cyr.3.2.13
; ἐμοὶ τοῦτο μέλει, μὴ .. S.Ph. 1121 (lyr.); οὐ τοσοῦτόν μοι μέλει εἰ .. Lys.21.12.4 [ per.] 3sg. is freq. used impers. with the object in gen., and pers. in dat., ᾧ μέλει μάχας to whom there is care for the battle, who careth for it, A.Ch. 946 (lyr.), cf. Ag. 974; ;θεοῖσιν εἰ δίκης μέλει S.Ph. 1036
;Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων E.Heracl. 717
; ; alsoμέλει μοι περί τινος A.Ch. 780
, Ar.Lys. 502, Pl.Alc.2.150d;μεμέληκέ μοι περὶ αὐτῶν Id.Cra. 428b
: less freq. withὑπέρ, εἴπερ ὑπὲρ τοῦ κοινῇ βελτίστου δεῖ μέλειν ὑμῖν D. 21.37
.5 abs.,μηδέ σοι μελησάτω A.Pr. 334
; οἶμαι θεοῖς τοῖς κάτω μέλειν, οἳ (nisi leg. οἷς) .6 freq. with a neg., οὐδέν μοι μέλει I care not, Ar.Ra. 655;μή νυν μελέτω σοι μηδέν Id.Pl. 208
;τῷ δ' οὐδὲν μ. Alex.178.2
; so τί δέ σοι μέλει; Diph.73.10.II μέλον ἔστι periphr. for μέλει, asτοῖσδ' ἔσται μ. S.OC 653
, cf. 1433.2 neut. part. used abs., οὐδὲν ἄρ' ἐμοῦ μέλον for they took no thought of me, Ar.V. 1288; δῆλον ὅτι οἶσθα, μέλον γέ σοι since you care about it, Pl.Ap. 24d;οὐδὲν αὐτῷ μ. τοῦ τοιούτου Id.Phdr. 235a
;μ. αὐτοῖς ἰσχυρῶς ὅπῃ τὸ μέλλον ἀποβήσοιτο X.Cyr.5.2.24
;οὔτε σκοπούμεναι οὔτε μ. αὐταῖς ἄλλο ἢ χαρίζεσθαι Pl.Grg. 501b
.III [voice] Med. is used by Poets and in Hp. like [voice] Act., μελόμεθα, -ησόμεθα, Hp.Ep.27; to be an object of care,Ἄρτεμιν ᾇ μελόμεσθα E.Hipp.60
: mostly in [ per.] 3sg.,ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται Il.1.523
; μή τί τοι ἡγεμόνος γε ποθὴ μελέσθω let it not weigh on thy mind, Od.10.505; τἀντεῦθεν.. αὐτῷ μελέσθωΛοξίᾳ A.Eu.61
;τἀνθάδ' ἂν μέλοιτ' ἐμοί S.El. 1436
;γάμους.. σοὶ χρὴ μέλεσθαι E.Ph. 759
, etc.; ἰαχὰν μελομέναν νεκροῖς ib. 1302: rarely impers.,σοὶ.. μελέσθω φρουρῆσαι S.El.74
;μέλεταί τινί τινος Theoc. 1.53
, Orac. ap. Luc.Alex.24.2 [dialect] Ep. [tense] pf. and [tense] plpf. [voice] Pass. [full] μέμβλεται, [full] μέμβλετο (fr. μέ-μλ-εται, μέ-μλ-ετο), with [tense] pres. and [tense] impf. sense, ἦ νύ τοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ' Ἀχιλλεύς (for μέλει); Il.19.343; μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος (for ἔμελε) 21.516;φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ μέμβλετο Od.22.12
;ᾗσιν ἀοιδὴ μέμβλεται ἐν στήθεσσιν Hes. Th.61
: hence later [dialect] Ep. formed a [tense] pres. μέμβλομαι, [ per.] 2pl.μέμβλεσθε A.R.2.217
; [ per.] 3pl. μέμβλονται, in act. sense (cf. B. 11 infr.),μ. πόνοισι Opp.H.4.77
: the regul. [tense] pf. and [tense] plpf. (with [tense] pres. and [tense] impf. sense) also occur in later Poets,μεμέληται Opp.C.1.436
;Φοίβῳ μεμελήμεθα AP10.17
(Antiphil.);μεμέληνται Call.
Fr.anon. 119, Opp.C.1.349: 2 and 3 [tense] plpf. μεμέλησο, -το, AP5.219 (Agath.), Theoc.17.46; part. μεμελημένος, α, ον, cared for,πολλοῖς μεμελημέναι ἡρωῖναι Id.26.36
, cf. AP7.199 (Tymn.): [tense] aor. part. [voice] Pass. μεληθέν ib.5.200; cf. βέβλεσθαι.B with an object, care for, take an interest in a thing, c. gen., Hom. only in [tense] pf. part., μέγα πλούτοιο μεμηλώς busied with, attending to.., Il.5.708;μέγα πτολέμοιο μεμηλώς 13.297
: later in [tense] pres., (lyr.);μέλειν μὲν ἡμῶν S.Aj. 689
;δεινόν σε.. τικτούσης μέλειν Id.El. 342
: later c. dat., care for,μέλω κύρτοις AP10.10
(Arch. Jun.);θεοῖς μέλοντες Plu.Sull.7
: abs., to be anxious,μέλει.. κέαρ A.Th. 288
, cf. Pers. 1049 (both lyr.);μελούσῃ καρδίᾳ E.Rh. 770
.3 c. inf., θεοὶ τῶν ἀδίκων μέλουσι ( μέλλουσι codd. opt.)καὶ τῶν ὁσίων ἐπᾴειν E.HF 773
(s.v.l.).II [voice] Med. μέλομαι, care for, take care of, c. gen., A.Th. 177 (lyr.), S.OT 1466, E.Hipp. 109, Heracl. 354 (lyr.), A.R.1.967; τὰ λοιπά μου μέλου (where τὰ λ. is adverbial) S.OC 1138;μεμελημένοι ἀέθλων Opp.H.4.101
: c. dat.,ἐτητυμίῃ μεμελημένος Call. Aet.3.1.76
;ἱππασίῃ μεμελημένον ἦτορ Q.S.4.500
: c. acc., μέλομαι ῥόδον (prob. l. for μέλπομαι) Anacreont.53.2: with Preps., μέλεσθαι ἀμφί τι or τινος, A.R.2.376, 4.491;ἀμφ' αἰγῶν μεμελημένοι AP6.221
(Leon.);ἐμέλοντο περὶ σφίσιν A.R.3.1172
: c. inf.,μέλομαι.. ἀείδειν Anacr.65
;μελέσθω λαὸς ἐκπονεῖν ἄκη A.Supp. 367
, cf. E.Heracl.96 (lyr.): [tense] aor. in same sense, c. gen.,τάφου μεληθείς S.Aj. 1184
. -
4 πρότερος
A [comp] Comp. [full] πρότερος, α, ον,I of Place, before, in front, π. πόδες the fore-feet, Od.19.228; π. ἵπποι horses in front, B.5.43:— but mostly,II of Time, former, earlier,ἄνδρες Il.21.405
;ἄνθρωποι 5.637
, 23.332; οἱ π. men of former times, 4.308 (rarely without Art., A.Ag. 1338 (anap.), etc.);οὗτος δὲ προτέρης γενεῆς π. τ' ἀνθρώπων Il.23.790
: also, older, opp. ὁπλότερος, 2.707, etc.; γενεῇ π. 15.182; but παῖδες π. children by the first or a former marriage, Od.15.22;παῖδες ἐκ τῆς π. γυναικός Hdt.7.2
; τῇ προτέρῃ (sc. ἡμέρᾳ) on the day before, Od.16.50; ἠοῖ τῇ π. Il.13.794 (in Prose more freq. τῇ προτεραίᾳ, cf. προτεραῖος); τοῦ π. ἐνιαυτοῦ the year before, IG12.352.11; τοῖς π. Παναθηναίοις the preceding P., ib.57.8; τὰ π. what has preceded, Plot.3.2.8:—freq. used predicatively, sts. where we should expect the Adv. (which is never used by Hom.),ὅ με π. κάκ' ἔοργε Il.
3.351, cf. 16.569, Hes.Op. 708, etc.;σπονδὰς οὐ λύσετε πρότεροι Th.1.123
; οἱ π. ἐπιόντες ibid.;τοῖς π. μετὰ Κύρου ἀναβᾶσι X.An.1.4.12
, cf. IG22.1.7;εἰ μὴ π. ἑωράκη αὐτὸν ἢ ἐκεῖνος ἐμέ Pl.R. 336d
, cf. 432c, etc.;ὅτι εἴη π. ὑπὸ ἐκείνων ἠδικημένος
PCair.Zēn.288.9
(iii B.C.).2 as regular [comp] Comp., c. gen.,ἐμέο πρότερος Il.10.124
;π. τούτων Hdt.1.168
, cf. Pl.Phd. 86b, Hp.Ma. 282d;τὰς γυναῖκας μὴ ἀπιέναι προτέρας τῶν ἀνδρῶν IG12(5).593.19
(Iulis, v B.C.); τῇ π. ἡμέρᾳ τῆς τροπῆς the day before.., Arist.Pol. 1316a16;προτέρᾳ εἰδυῶν Ὀκτωμβρίων IG7.2225.14
(Thisbe, Senatus Consultum, ii B.C.); τῷ π. ἔτει Παναθηναίων τῶν μεγάλων ib.22.212.27;τῷ π. ἔτει τῆς ἥττης Plb.2.43.6
: folld. by ἤ, τῷ προτέρῳ ἔτεϊ ἢ τὸν κρητῆρα [ἐληΐσαντο] Hdt.3.47.III of Rank, Worth, and generally of Precedence, superior, τῷ γένει, τῇ δυνάμει, Is.1.17, D.3.15; π. τινὸς πρός τι superior to him in.., Pl.La. 183b; π. τι ἄγειν, π. ποιήσασθαι τὰ σὰ πράγματα, Lib.Or.58.36,52.1.IV after Hom., neut. πρότερον freq. as Adv., before, earlier, Pi.O.13.31, Hdt.4.45, IG12.374.265, etc.; ὀλίγον π. Pl.Prt. 317e: c. gen.,π. φήμης A.Th. 866
(anap.);ὀλίγῳ τι π. τούτων Hdt.8.95
; πολλοῖσι ἔτεσι π. τούτων ib.96;ἐνιαυτῷ π. τῆς ἁλώσεως D.9.60
; also πρὸ τῶν Περσικῶν δέκα ἔτεσι π. Pl.Lg. 642d, cf. Criti. 112a; τούτου π. Paus.1.1.2: most freq. folld. byἤ, π. ἢ κατὰ τὴν προσδοκίαν Pl.Sph. 264b
; alsoμὴ π. ἀπαναστῆναι ἢ ἐξέλωσι Hdt.9.87
, cf. 7.54, Antipho 2.1.2, Th.7.63, etc.: with inf.,π. ἢ βασιλεῦσαι Hdt.7.2
, cf. Th.1.69, etc.: folld. by πρίν, Hdt.1.82; by πρὶν ἄν, ib. 140; by πρὶν ἤ with vb. in Indic., Id.6.45, 8.8, or Subj., 7.8.β (v.l. πρὶν ἂν ἢ), 9.93; alsoοὐ π. εἰ μὴ.. Plu.Lys.10
, etc.; οὐ π. ἕως.. , or ἕως ἂν.., Lys.12.71, Ath.14.640c;μὴ π., ἀλλ' ὅταν.. Plb.9.13.3
: also used with the Art., τὸ π. Pl.R. 522a, X.An.4.4.14, etc. ( τὸ π., also, for the first time, Ep. Gal.4.13): c. gen.,τὸ π. τῶν ἀνδρῶν τούτων Hdt.2.144
: the Adv. is freq. put between Art. and Subst.,ὁ π. βασιλεύς Id.1.84
;τὰ π. ἀδικήματα Id.6.87
;αἱ π. ἁμαρτίαι Ar.Eq. 1355
, etc.I as Adj.,1 of Place, foremost,πρώτοισιν ἐνὶ προμάχοισι μιγέντα Od.18.379
; ἐν πρώτοις, μετὰ πρώτοισι alone, Il.19.424, 11.64; πρώτῃ ἐν ὑσμίνῃ, ἐνὶ πρώτῳ ὁμάδῳ, 15.340, 17.380; τῆς πρώτης τάττειν (sc. τάξεως) Isoc. 12.180, cf. Lys.16.15, etc.; ἐν π. ῥυμῷ at the front or end of the pole, Il.6.40, 16.371; πρώτῃσι θύρῃσιν at the outermost doors, 22.66; π. ξύλον the front bench, Ar.Ach.25, Poll.4.121, etc.; οἱ π. πόδες, like πρόσθιοι, Id.1.193.2 of Time, στάντα πρὸς π. ἕω looking towards first dawn, S.OC 477;περὶ π. νύκτα Poll.1.70
.3 of Order, serving as ordinal to εἷς, ἄεθλα θῆκε.. τῷ πρώτῳ· ἀτὰρ αὖ τῷ δευτέρῳ.., αὐτὰρ τῷ τριτάτῳ.., κτλ., Il.23.265, cf. 6.179; opp. ὕστατος, 2.281, 5.703, etc.; opp. τελευταῖος, A.Ag. 314; opp. τανύστατος, Od. 9.449;πρῶτοι πάντων ἀνθρώπων Hdt.2.2
;τὰ π. τῶν ὀνομάτων Pl.Cra. 421d
;τῇ π. τῶν ἡμερέων Hdt.7.168
, etc.;π. ἄξων IG12.115.10
; ἐπὶ τοῦ π. [ἱερείου] first-offered, X.An.4.3.9; ἐν τοῖς π. λόγοις in the earlier books, Arist.Ph. 263a11, al.; ἐν πρώτοις among the first, Is.7.40; hence, above all, especially, Hdt.8.69, Pl.R. 522c; in [dialect] Att., ἐν τοῖς πρῶτοι (v. ὁ, ἡ, τό A.
VIII. 6):—freq. used predicatively of being the first to do something,Νέστωρ πρῶτος κτύπον ἄϊε Il.10.532
;πρῶτος ἀνατέλλει Eratosth.Cal.42
;εἴθε π. σοι ἐνέτυχον Luc.Tyr.21
.b Philos., first in order of existence, primary,αἱ π. οὐσίαι Arist.Cat. 2b26
, cf. Metaph. 1032b2; π. ὕλη, π. φιλοσοφία, ib. 1015a7, 1061b19; primitive, simple, οἰκία π., ἡ π. πόλις, Id.Pol. 1252b10, 1291a17; ἡ π. κοινωνία ib. 1257a19; ἡ π. ὀλιγαρχία ib. 1293a14; ὁ π. συλλογισμός normal, typical, Id.Rh. 1357a17; τὰ π. σώματα, μόρια,= τὰ ὁμοιομερῆ, Gal.5.673,674; πρῶτα κατὰ φύσιν, e.g. health, perception, Stoic.3.34; τὰ π. πάθη ib.92; αἱ π. ἀρεταί ib.64.c Math., πρῶτοι ἀριθμοί prime numbers, Euc.7 Def.11,12; but also, first numbers (= 1 to 100,000,000) in the notation of Archim., Aren.3.2.d πρῶτος is sts. used where we should expectπρότερος, Αἰνείας δὲ πρῶτος ἀκόντισεν Il.13.502
, cf. 18.92: in late Greek folld. by gen.,πρῶτός μου ἦν Ev.Jo.1.15
,30, cf. 15.18;οἱ πρῶτοί μου ταῦτα ἀνιχνεύσαντες Ael.NA 8.12
;πρώτη εὕρηται ἡ περὶ τοὺς πόδας κίνησις τῆς διὰ τῶν χειρῶν Ath. 14.630c
; , 4.404; ἀλόχου πρῶτος before his wife, IG12(5).590.5 (vi (?) A.D.).4 of Rank or Dignity, μετὰ πρώτοισιν among the first men of the state, Od.6.60, etc.;νομίσαντες πρῶτοι ἂν εἶναι Th.6.28
; διαβάλλειν τοὺς π. X.An.2.6.26, cf. Arist.Pol. 1266a18;αἱ π. πόλεις Th. 2.8
;ὁ π. ἄρχων IG12(3).481.10
([place name] Thera), CIG 2837 ([place name] Aphrodisias); ὁ π. τῆς πόλεως, as a title, IG12(5).292.2 ([place name] Paros);ὁ π. τῆς νήσου Act.Ap.28.7
; τῶν π. φίλων, title at the Ptolemaic court, PTeb.31.15 (ii B.C.), etc.; τῶν π., as military title, PHib.1.110.72 (iii B.C.), PPetr.3p.23 (iii B.C.), PTeb. 815 Fr.4.23,al.(iii B.C.): c. gen.,ἐν πρώτοισι Μυκηναίων Il.15.643
;οἱ π. στρατοῦ S.Ph. 1305
, cf. E.Hec. 304, etc.: c. dat. modi, ἀρετῇ π., οἱ π. καὶ χρήμασι καὶ γένει, πλούτῳ π. τῶν Ἑλλήνων, etc., S.Ph. 1425, Th.3.65, Isoc.16.31, etc.;π. ἐν συμφοραῖς βίου S.OT33
.II as Subst. in neut. pl. πρῶτα, τά,1 (sc. ἆθλα), first prize,τὰ π. λαβών Il.23.275
;τὰ π. δόρει κρατύνων S.OC 1313
;ἔχειν πρῶτα κυναγεσίας AP6.118
(Antip.);τὰ π. φέρεσθαι D.C.42.57
, etc.2 first part, beginning, τῆς Ἰλιάδος τὰ π. Pl.R. 392e; ἐν τοῖς π. Id.Smp. 221d;τὸ π. τοῦ ᾄσματος Id.Prt. 343c
.3 first, highest, in degree, τὰ π. τᾶς λιμῶ ([dialect] Dor. ) the extremities of famine, Ar.Ach. 743 (nisi leg. ἄπρατα); ἐχέτωσαν τὰ π. τῆς εὐδαιμονίας Luc.Cont.10
;ἐς τὰ π. τιμᾶσθαι Th.3.39
, cf. 56; φρενῶν ἐς τὰ ἐμεωυτοῦ π. οὔκω ἀνήκω I have not yet come to the highest development of my judgment, Hdt.7.13, cf. D.C.38.22; of persons, ἐὼν τῶν Ἐρετριέων τὰ π. Hdt. 6.100; Λάμπων.. Αἰγινητέων < ἐὼν> τὰ π. Id.9.78, cf. E.Med. 917; ἐστὶν τὰ π. τῆς ἐκεῖ μοχθηρίας (of a person) Ar.Ra. 421.4 Philos., primary things, elements, Emp.38.1, Arist.GC 335a29;τὰ π. αἴτια Id.Mete. 338a20
; alsoτὸ π. ἐνυπάρχον ἑκάστῳ Id.Ph. 193a10
.5 in Logic, the first undemonstrable propositions, on which all future conclusions rest, Id.Top. 100b18;τὰ π. ἀναπόδεικτα Id.APo. 71b26
.III in Adverbial phrases,1 τὴν πρώτην (sc. ὥραν, ὁδόν) first, for the present, just now, Hdt.3.134, Ar. Th. 662, D.3.2, Arist.Metaph. 1038a35, etc.;τὴν πρώτην εἶναι Hdt.1.153
.2 with Preps., ἀπὸ πρώτης (sc. ἀρχῆς) Antipho 5.56, Th.1.77;ἀπὸ τῆς π. εὐθύς Luc.Hist.Conscr.1
; ἐκ π. Babr.45.14;κατὰ πρώτας Pl.Plt. 292b
, D.C.52.19;κατὰ τὴν π. εὐθύς Id.62.3
; παρὰ τὴν π. the first time, opp. ἐπὶ τῆς δευτέρας, Philostr.VA 1.22.3 freq. as Adv. in neut. sg. and pl., πρῶτον, πρῶτα,a first, in the first place, πρῶτόν τε καὶ ὕστατον (vulg. ὕστερον) Hes.Th. 34;π. μὲν.., δεύτερον αὖ.., τὸ τρίτον αὖ.. Il.6.179
; τί π. τοι ἔπειτα, τί δ' ὑστάτιον καταλέξω; Od.9.14;Κύπριδα μὲν πρῶτα.., αὐτὰρ ἔπειτ'.. Il.5.458
;οὐρῆας μὲν π. ἐπῴχετο.., αὐτὰρ ἔπειτα.. 1.50
;π. μὲν.., ἔπειτα δὲ.. S.OC 632
, X.Cyr.2.1.2,23, An.5.6.7-8, Hier.11.8, etc.;π. μὲν.., ἔπειτα.. Pl.Phd. 89a
, etc.;π. μὲν.., ἔπειτα δεύτερον.., τρίτον δὲ.. Aeschin.1.7
;π. μὲν.., εἶτα.. Pl.Phlb. 15b
;π. μὲν.., εἶτα δὲ.. X. An.1.2.16
;π. μὲν.., εἶτα.., ἔτι δὲ.. Id.Mem.1.2.1
;π. μὲν..,.. δὲ αὖ.. Pl.Lg. 935a
;π. μὲν.., ἔτι δὲ.. Lys.4.10
, etc.;π. μὲν.., ἔτι τοίνυν.. D.44.57
; freq. answered only by δέ, Id.9.48, etc.; sts. the answering clause must be supplied, A.Ag. 810, D.7.7, etc.: alsoπρῶτον μὲν.. δεύτερον μήν.. Pl.Phlb. 66a
: alsoπρῶτα μὲν.., ἔπειτα.. S.Tr. 616
, Ar.Pl. 728;πρῶτα μὲν.., ἔπειτα.., εἶτα.. E.Med. 548
;πρῶτα μὲν..,.. δὲ.. A.Pr. 447
; πρῶτα μὲν.., ἔπειτα δὲ.. X HG7.1.7, cf. S. Ph. 919; ἐπεί σε πρῶτα κιχάνω since my first meeting is with you, Od. 13.228, cf. 7.53, Il.8.274: also τὸ πρῶτον, first, in the first place, at the beginning,ὡς τὸ π. ὑπέστην καὶ κατένευσα 4.267
;οὕνεκά σ' οὐ τὸ π., ἐπεὶ ἴδον, ὧδ' ἀγάπησα Od.23.214
. cf. Il.3.443, 6.345, Pi.P.9.41, N.3.49; τὸ μὲν οὖν π. Pl.Prt. 333d, etc.; τὸ π..., μετὰ ταῦτα..D 1.12: also τὰ π., Il.1.6, Od.1.257, etc.;πόντῳ μὲν τὰ π..., αὐτὰρ ἔπειτα.. Il.4.424
;τὰ π. μὲν.., ὡς δὲ.. A.Pers. 412
;τὰ π..., τέλος δὲ.. S.Fr.149.5
, cf. 966.b too early, before the time, ἦ τ' ἄρα καὶ σοὶ πρῶτα (v.l. for πρωΐ)παραστήσεσθαι ἔμελλε Μοῖρ' ὀλοή Od.24.28
.c = πρότερον, before,ἢν.. πρῶτον ἀπόλωμαι κακῶς Ar.Ec. 1079
;π. οὐδ' ὑφ' ἑνὸς.. κρατηθέντες X.HG5.4.1
; θάλασσα π. ἦν ἢ γενέσθαι γῆν v.l. in Heraclit.31;λόγῳ π. ἢ τοῖς ἔργοις Arist.Rh.Al. 1420b28
;οὐ π. αὐτὴν ἀπέκτειναν πρὶν ἢ ἀπεκύησεν Ael.VH5.18
;π. συμμελετᾶν ἢ μελετᾶν μαθέτω AP12.206
(Strat.).d first, for the first time,οὐ.. νῦν πρῶτα ποδώκεος ἄντ' Ἀχιλῆος στήσομαι Il.20.89
;οὐ νῦν πρῶτον, ἀλλὰ καὶ πάλαι S.Ph. 966
;ἐνταῦθα πρῶτον ἔφαγον X.An.2.3.16
.e πρῶτον, πρῶτα are used after the relat. Pron. and after relat.Advbs., like Engl. once (= at all),οὐδ' ἐνοσίχθων λήθετ' ἀπειλάων, τὰς.. Ὀδυσῆϊ π. ἐπηπείλησε Od.13.127
, cf. 3.320, 10.328, 13.133, Il. 1.319, 19.136; μοῖραν δ' οὔ τινά φημι πεφυγμένον ἔμμεναι ἀνδρῶν.. ἐπὴν τὰ π. γένηται when once he is born, 6.489, cf. Od.3.183, 4.13, 414;οὔτε.. Λυκίους ἐδύναντο τείχεος ἂψ ὤσασθαι, ἐπεὶ τὰ π. πέλασθεν Il.12.420
, cf. Od.11.106, 221; also ἐπεὶ τὸ (or τὰ) π. now that.., ἀλλ' ἐπεὶ οὖν τὸ π. ἀνέκραγον, οὐκ ἐπικεύσω now that I have spoken up, 14.467;τὸ μὲν οὔ ποτε φύλλα καὶ ὄζους φύσει, ἐπεὶ δὴ πρῶτα τομὴν ἐν ὄρεσσι λέλοιπε Il.1.235
, cf. 276, 19.9: c. part., τῷ ῥ' Αἴας τὸ π. ἐφεζόμενος μέγ' ἀάσθη (the rock) on which once seatedA blasphemed, Od.4.509: the sense as soon as is never necessary in Hom., but is possible in Od.4.414, 19.355; δινέμεν εὖτ' ἂν πρῶτα φανῇ σθένος Ὠαρίωνος when once (or perh., as soon as), Hes.Op. 598; ὅπως τις πρῶτα γένοιτο πάντας ἀποκρύπτεσκε as soon as each was born, Id.Th. 156; ὡς τὸ π. X.An.7.8.14;τότ' εὐθὺς.., ὅτε πρῶτον εἶδον D.18.141
; αὖθίς με ἀνερέσθαι ὅταν ἐντύχῃς πρῶτον the first time you meet me, Pl.Ly. 211b;ἐὰν μάθω γε πρῶτον.. τί λέγεις Id.R. 338c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρότερος
-
5 πρῶτος
πρῶτος, aus πρό gebildeter superl. (für πρόατος), wie πρότερος der compar. ist, dor. πρᾶτος, der vorderste, frühste, erste, vom Orte, von der Zeit, auch von der Ordnung, vom Range; πρῶτος Ἀγαμέμνων Ὀδίον ἔκβαλε δίφρου, Il. 5, 38; ὦρτο πολὺ πρῶτος, 7, 162; πρώτῳ τοι μετ' ἐμέ, 8, 289; ἐν πρώτῳ ῥυμῷ, vorn an der Deichsel, 6, 40. 16, 371; ἐνὶ πρώτῳ ὁμάδῳ Τρώεσσι μάχεσϑαι, 17, 380; u. so πρῶτοι, die Ersten, Vorkämpfer; oft ἐν πρώτοις, μετὰ πρώτοις, unter den vordersten Kämpfern, im Vordertreffen, Il., wie ἐνὶ πρώτοισι, Hes. Th. 713; auch πρῶτοι πρόμαχοι, Od. 18, 379; τὰ πρῶτα, der erste Kampfpreis, sc. ἆϑλα, Il. 23, 275; τὰ πρῶτα καλλιστεῖ' ἀριστεύσας στρατοῠ, Soph. Ai. 430; ὅςτις στρατοῠ τὰ πρῶτ' ἀριστεύσας, 1300; τὰ πρῶτα φέρεσϑαι, seltner φέρειν, den ersten Preis, den Vorzug davontragen, τινός, worin, Jac. A. P. p. 431. 890; übh. erster Rang, Vorrang, erste Rolle; ἐς τὰ πρῶτα, bis auf den höchsten Grad, Her. 7, 13; zuweilen auch von Personen, τῶν Ἐρετριέων τὰ πρῶτα, τῶν Αἰγινητέων τὰ πρῶτα, 6, 100. 9, 78; ὁ μηχανικῶν ὢν τὰ πρῶτα, Luc. Hipp. 5, u. öfter; τὰ πρῶτα τῆς ἐκεῖ μοχϑηρίας, Ar. Ran. 721; τὰ πρῶτα τῆς λιμοῦ, der höchste Grad des Hungers, Ach. 743; vgl. noch Eur. οἶμαι ὑμᾶς τῆςδε γῆς Κορινϑίας τὰ πρῶτ' ἔσεσϑαι, Med. 917; – τὸ πρῶτον, der Anfang, τοῠ ᾄσματος, Plat. Prot. 343 c. – Es folgt darauf δεύτερος, τρίτος, Il. 6, 179. 23, 265; τίνα πρῶτον, τίνα ὕστατον, 11, 299. 16, 692; Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ, Pind. Ol. 11, 58; ἁλικίᾳ πρώτᾳ, N. 9, 42; πρώτοις καὶ τετράτοις, Ol. 8, 45; ἔζευξα πρῶτος ἐν ζυγοῖσι κνώδαλα, Aesch. Prom. 460; Μῆδος γὰρ ἦν ὁ πρῶτος ἡγεμὼν στρατοῠ, Pers. 751; αὐτὸς ἐν πρώτοις ἕπει, Soph. El. 28; Ἑλλάδος πρῶτοι χϑονός, Eur. El. 21; u. in Prosa: πρῶτος κατάκει-ται, Plat. Conv. 177 d; πολὺ πρῶτόν τε καὶ ἄριστον, Polit. 303 b; Folgde überall; οἱ πρῶτοι ἄνδρες ἐπὶ τοῦ πολιτεύματος, Pol. 3, 8, 3; πρῶτος αὐτὸς ἕκαστος εἶναι βουλόμενος, Luc. Calumn. 10; – τὴν πρώτην, sc. ὥραν od. ὁδόν, das erste Mal, zuerst, Her. 1, 153. 3, 134; anfangs, fürs Erste, Xen. Mem. 3, 6, 10; Arist. pol. 3, 11; – ιὰ πρῶτα bei den Philosophen die ersten, einfachsten Urstoffe der Dinge, die Elemente, sonst στοιχεῖα. – Selten auch comparativisch gebraucht, eher, früher, wie man Il. 13, 502 Αἰνείας δὲ πρῶτος ἀκόντισεν Ἰδομενῆος nimmt, wo die Scholl. zu vergleichen; vgl. 14, 402. 18, 92; bei Spätern auch mit folgdm ἤ u. c. gen., οἱ πρῶτοί μου ταῦτα ἀνιχνεύσαντες, Ael. H. A. 8, 12; vgl. Wesseling Her. 2, 2. 9, 27; Schaef. ad D. Hal. C. V. p. 228. – Adverbial werden πρῶτον ἐπῴχετο, Il. 1, 50; Κύπριδα μὲν πρῶτα οὔτασε, αὐτὰρ ἔπειτα, 5, 458; τί πρῶτον, τί δ' ὑστάτιον καταλέξω, Od. 9, 14, öfter; – auch τὸ πρῶτον u. τὰ πρῶτα, gew. τοπρῶτον, ταπρῶτα geschrieben; ἐπὴν ταπρῶτα γένηται, Il. 6, 489; ἴστω νῠν Ζεὺς πρῶτα ϑεῶν, Il. 19, 258; τοπρῶτον, Pind. N. 3, 49; überall bei Tragg., Ar. u. in Prosa; ἐπεὶ τὸ πρῶτον εἶδον Ἰλίου πόλιν, Aesch. Ag. 1260; τὰ πρῶτα μὲν δὴ ῥεῠμα Περσικοῠ στρατοῠ ἀντεῖχεν, Pers. 404; οὐ νῦν πρῶτον, ἀλλὰ καὶ πάλαι, Soph. Phil. 954; οὗ νιν τὰ πρῶτ' ἐςεῖδον, Trach. 752; τὸ μὲν οὖν πρῶτον, anfangs, Plat. Prot. 333 d, u. sonst; das erste Mal, Conv. 217 d; τὰ πρῶτα, Dem. 2, 8; – zu früh, vor der Zeit, ἦ τ' ἄρα καὶ σοὶ πρῶτα παραστήσεσϑαι ἔμελλε Μοῖρ' ὀλοή, Od. 24. 28. – Aufzählend, πρῶτον – ἔπειτα, Plat. Prot. 722 a; – εἶτα, Phil. 15 b; – ἔτι δέ, Tim. 23 b; πρῶτον μέν – εἶτα, Xen. Cyr. 1, 3, 2; πρῶτον μέν – εἶτα δέ, 1, 2, 16; πρῶτον μέν – ἔπειτα δέ, 5, 6, 7. – Nach den pron. relat. ἐπεί u. ἐπειδή ist πρῶτον einmal, Od. 3, 320. 4, 13. 10, 328. 13, 133. 14, 467; – ὁππότε κε πρῶτον, simul ac, sobald einmal, Od. 11, 106; εὖτ' ἂν πρῶτα, Hes. O. 600; ὅπως πρῶτα, Th. 156; u. so in Prosa, ὅταν πρῶτον, Plat. Lys. 211 b; ἐπειδὴ πρῶτον, Il. 6, 37. – Das eigtl. adv. πρώτως ist selten; τοῖς πρώτως ἀναβᾶσι, Bekk. πρώτοις, Pol. 10, 11, 16; Arist. eth. 8, 5; εἴϑε πρώτως σοι ἐνέτυχον, Luc. Tyrann. 21; bes. bei den spätern Philosophen, τὸ πρώτως ψυχρόν, die Ursache der Kälte. Vgl. Lob. Phryn. 311.
-
6 ΜΈΛω
ΜΈΛω, fut. μελήσω, Gegenstand der Sorge, Fürsorge sein, am Herzen liegen; πᾶσι δόλοισιν ἀνϑρώποισι μέλω, durch Listen liege ich den Menschen im Sinne, daß alle von mir hören und mich kennen lernen wollen, Od. 9, 20, vgl. Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα, die Argo, von der Alle hören wollen, die Allen im Sinne liegt, Od. 12, 70; ἵνα ϑανοῦσα νερτέροισι μέλω, Eur. Androm. 850; ἄνϑρωποι ϑεοῖς μέλοντες, Plut. Sull. 7. – Gewöhnlich nur in der 3. Person, μέλει μοι, es liegt mir am Herzen, es kümmert mich, οὶς οὔτι μέλει πολεμήϊα ἔργα, die sich um den Krieg nicht kümmern, Il. 2, 338, u. so von jedem eifrig betriebenen Geschäft, vgl. Il. 6, 492. 10, 92 Od. 5, 67; Hes. Th. 216 u. öfter, ἐμοὶ τάδε πάντα μέλει, μελήσει; – τοὶ οὔει μέλει Τρώων πόνος, Il. 22, 11; οὔ νύ τι σοίγε μέλει κακόν, du bist wegen eines Uebels ohne Sorge, 24, 683; μηδέ τί οἱ ϑάνατος μελέτω φρεσίν, 24, 152; σοὶ δ' ἐνϑάδε πάντα μελόντων, Od. 18, 266, u. sonst, im plur., μέλουσί μοι ὀλλύμενοί περ, Il. 20, 21, wie μελήσουσι δέ μοι ἴπποι, 5, 228; auch c. inf., οὐκ ἔμελέν μοι ταῠτα μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσϑαι, ich bekümmerte mich nicht darum, danach zu fragen, Od. 16, 465. – Dazu gehört auch das perf. μέμηλα, mit der Präsensbedeutung, ᾡ τόσσα μέμηλε, dem so Viel am Herzen liegt, zu besorgen obliegt, Il. 2, 25, ᾑτ' αἰὲν ἀήσυλα ἔργα μέμηλεν, 5, 876, öfter; auch μοὶ οὔτι μετὰ φρεσὶ ταῦτα μέμηλεν, 19, 213; u. plusqpf., οὔ σφι ϑαλάσσια ἔργα μεμήλει Il. 2, 614, τοῖσιν μὲν ἐνὶ φρεσὶν ἄλλα μεμήλει Od. 1, 151; aber auch c. gen. verbunden, μέγα πλούτοιο μεμηλώς, wie πτολέμοιο, Il. 5, 708. 13, 297, sehr auf Reichthum, auf den Krieg bedacht, des Krieges beflissen; auch ταῦτα μέμηλας, h. Merc. 437. – So auch Pind. u. Tragg.; χρὴ ἀγαϑὰν ἐλπίδ' ἀνδρὶ μέλειν, Pind. I. 7, 15; ἀρεταῖσιν μεμαλότες, Ol. 1, 89; vgl. Βάκχῳ καὶ Μούσῃσι μεμηλότα, Diod. ep. 13 (VII, 370); Aesch. δόμοις δὲ ταῦτα καὶ Κλυταιμνήστρᾳ μέλειν εἰκὸς μάλιστα, Ag. 571; c. inf., τοῖς δ' ἀποκτείνειν μέλει, 1223; ᾡ τάδ' ἐκπρᾶξαι μέλει Soph. O. R. 377, der auch ἀλλὰ τοῖςδ' ἔσται μέλον sagt, O. C. 659, vgl. 1435 El. 451, für μελήσει; κακῶς ἀκούειν οὐ μέλει ϑανόντι μοι, Eur. Alc. 729, öfter; u. in Prosa, ταῦτά οἱ νῦν μέλει, Her. 1, 36; auch ἔλεγε, οὐ μέλειν οἱ ὅτι πρὸ τῆς Ἑἱλάδος ἀποϑνήσκει, 9, 72; οις οὐδὲν ἄλλο μέλει ἢ τοῦτο ζητεῖν, Plat. Lach. 182 e; auch im plur., ἐν ᾗ πόλει ϑυσίαι καὶ ἑορταὶ πᾶσι μέλουσι, Legg. VIII, 835 d; im partic. absolut, μέλον γέ σοι, da dir das am Herzen liegt, Apol. 24 d. – Auch mit dem gen. des Gegenstandes, der am Herzen liegt, für den man Sorge trägt, ἐμοὶ δ' ἔλασσον Ζηνὸς ἢ μηδὲν μέλει, Aesch. Prom. 940; ᾡ μέλει κρυπταδίου μάχας, Ch. 934; ϑεοῖσιν εἰ δίκης μέλει, Soph. Phil. 1025, vgl. El. 334, wo es dem λελῆσϑαι entgeggstzt ist; Ζηνὶ τῶν σῶν μέλει πόνων Eur. Heracl. 717, u. sonst oft; bes. in Prosa die geläufigste Construction, οἱς τι μέλει τῆς αὑτῶν ψυχῆς, Plat. Phaed. 82 d; μηδενός σοι μελέτω, es kümmere dich Nichts, Lys. 211 c; μεμέληκέ σοι τῆς φυλακῆς Xen. Mem. 3, 6, 10, u. sonst. – Auch περί τινος, μέλει ϑεοῖσιν ὧνπερ ἂν μέλῃ πέρι, Aesch. Ch. 769; περὶ στρατιῆς τῆςδε ϑεοῖσι μελήσει, Her. 6, 101. 8, 19 u. Plat., der auch das perf. so braucht, μεμέληκέ μοι περὶ αὐτῶν, Crat. 428 b, ὅτι μεμεληκέναι ὑμῖν ἡγούμεϑα περὶ τῶν τοιούτων, Lach. 187 c, vgl. noch Prot. 339 b, πάνο μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῦ ᾄσματος, ich habe mich gerade mit dem Liede beschäftigt. – Es folgt auch eine indirekte Frage, ὅ, τι, Xen. Cyr. 5, 5, 37, οἵ τινες, Oec. 2, 16, ἀπεκρίνατο, ὅτι αὐτῷ μέλοι ὅπως καλῶς ἔχοι, An. 1, 8, 13; vgl. Plut. Artax. 8; ὡς, Cyr. 3, 2, 13; εἰ c. ind. fut., Andoc. 1, 24. – Das med. hat – a) dieselbe Bdtg mit dem act., ἐμοὶ δέ κε ταῦτα μελήσεται, Il. 1, 523, μήτι τοι ἡγεμόνος γε ποϑὴ μελέσϑω, nicht mache dir Sorge um einen Wegweiser, Od. 10, 505; τἀντεῦϑεν αὐτῷ μελέσϑω Λοξίᾳ, Aesch. Eum. 61; vgl. Soph. El. 1436; γάμους ἀδελφῆς σοι μελέσϑαι, Eur. Phoen. 766; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 839; eben so ep. perf. u. plusqpf. μέμβλεται u. μέμβλετο (für μεμέληται, Opp. C. 1, 436, Theocr. 17, 461, mit Präsensbedeutung, ἦ νύ τοι οὐκέτι πάγχυ μετὰ φρεσὶ μέμβλετ' Ἀχιλλεύς, = μέλει, Il. 19, 343, μέμβλετο γάρ οἱ τεῖχος, 21, 516, φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ ϑυμῷ μέμβλετο, Od. 22, 12; vgl. Hes. Th. 61; μεμελημένος τινί, Theocr. 26, 36; a. sp. D., die auch μέμβλομαι wie ein praes. behandeln, οἷσιν μέμβλεσϑε κιόντες, Ap. Rh. 2, 217; μέμβλονται, Opp. H. 4, 77. – Auch wie das act. mit dem gen. des Gegenstandes, der Einem am Herzen liegt, μέλεταί μοί τινος, Theocr. 1, 53; vgl. αἷν μοι μέλεσϑαι, Soph. O. R. 1466. – b) in trans. Bdtg, Sorge um Etwas tragen, besorgen, τινός; so Aesch. μέλεσϑε δ' ἱερῶν δημίων, μελόμενοι δ' ἀρήξατε, Spt. 160; ξυνῇ μελέσϑω λαὸς ἐκπονεῖν ἄκη, Suppl. 362; der aber auch das act. so construirt, οὐκ ἔφα τις ϑεοὺς βροτῶν ἀξιοῦσϑαι μέλειν, Ag. 361, daß die Götter sich nicht um die Sterblichen kümmern wollen, vgl. μέλει, φόβῳ δ' οὐχ ὑπνώσσει κέαρ, Spt. 269, u. oben den homerischen Gebrauch von μεμηλώς; τὰ λοιπά μου μέλου δικαίως, Soph. O. C. 1140; vgl. Eur. Heracl. 355; sp. D., die auch ἀμφ' αἰγῶν μεμελημένοι sagen, Leon. Al. 12 (VI, 221); der aor. pass. hat activische Bdtg, Soph. Ai. 1184, τάφου μεληϑείς, für das Grab Sorge tragend; u. pass., besorgt werden, Ep. ad. 112 (V, 201), τὸ μεληϑὲν βάρβιτον.
-
7 μελω
(fut. μελήσω, aor. ἐμέλησα, pf. μεμέληκα - pf. 2 μέμηλα в знач. praes.; эп. inf. μελέμεν - fut. μελησέμεν; дор. part. pf. μεμαλώς; эп. 3 л. sing. pass. pf. μέμβλεται, ppf. μέμβλετο)1) тж. med. быть предметом (чьих-л.) дум или забот, интересовать, занимать (кого-л.)Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα Hom. — всем известный (корабль) Арго;
πόλεμος ἄνδρεσσι μελήσει Hom. — война будет делом мужей;οὔ νύ τι σοίγε μέλει κακόν Hom. — так тебя не тревожит опасность;οὐκ ἔμελέν μοι ταῦτα μεταλλῆσαι Hom. — мне было не до того, чтобы разведать это;ᾧ τόσσα μέμηλε Hom. — (Агамемнон), на которого легло столько забот;ᾧ τάδ΄ ἐκπρᾶξαι μέλει Soph. — совершить это - его дело;Ἰλίου κατασκαφὰ πυρὴ μέλουσα Eur. — уничтожение Илиона огнем;impers. μέλει μοί τινος, περί или ὑπέρ τινος Aesch. etc. — для меня важно ( или имеет значение) что-л., я забочусь о чем-л., я занят чем-л.;μέλει θεοῖσιν ὧνπερ ἂν μέλῃ πέρι Aesch. — богов заботит то, о чем им нужно заботиться;πάνυ μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῦ ἄσματος Plat. — да я уж хорошо знаком с этой песней;ἀπεκρίνατο, ὅτι αὐτῷ μέλοι ὅπως καλῶς ἔχοι Xen. — (Клеарх) ответил (Киру), что он позаботится о том, чтобы (все) было в порядке2) тж. med. окружать попечением, заботиться(περί τινος μεμελημένος Anth.)
καὴ τὰ λοιπά μου μέλου Soph. — заботься обо мне и впредь;μεμελημένος τινί Theocr. — окруженный чьими-л. заботами;ἐμοὴ ταῦτα μελήσεται Hom. — это будет предметом моих забот;Ἄρτεμις, ᾇ μελόμεσθα Eur. — Артемида, покровительством которой мы окружены;σοὴ δ΄ ἤδη τὸ σὸν μελέσθω φρουρῆσαι χρέος Soph. — ныне тебе надлежит позаботиться исполнить свой долг -
8 μέλω
μέλω, Gegenstand der Sorge, Fürsorge sein, am Herzen liegen; πᾶσι δόλοισιν ἀνϑρώποισι μέλω, durch Listen liege ich den Menschen im Sinne, daß alle von mir hören und mich kennen lernen wollen; Ἀργὼ πᾶσι μέλουσα, die Argo, von der alle hören wollen, die allen im Sinne liegt. Gewöhnlich nur in der 3. Person, μέλει μοι, es liegt mir am Herzen, es kümmert mich, οὶς οὔτι μέλει πολεμήϊα ἔργα, die sich um den Krieg nicht kümmern, u. so von jedem eifrig betriebenen Geschäft; οὔ νύ τι σοίγε μέλει κακόν, du bist wegen eines Übels ohne Sorge; auch c. inf., οὐκ ἔμελέν μοι ταῠτα μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσϑαι, ich bekümmerte mich nicht darum, danach zu fragen. Dazu gehört auch das perf. μέμηλα, mit der Präsensbedeutung, ᾡ τόσσα μέμηλε, dem so viel am Herzen liegt, zu besorgen obliegt; aber auch c. gen. verbunden, wie πτολέμοιο, sehr auf Reichtum, auf den Krieg bedacht, des Krieges beflissen; im partic. absolut, μέλον γέ σοι, da dir das am Herzen liegt. Auch mit dem gen. des Gegenstandes, der am Herzen liegt, für den man Sorge trägt; μηδενός σοι μελέτω, es kümmere dich nichts; πάνο μοι τυγχάνει μεμεληκὸς τοῦ ᾄσματος, ich habe mich gerade mit dem Liede beschäftigt; (a) μήτι τοι ἡγεμόνος γε ποϑὴ μελέσϑω, nicht mache dir Sorge um einen Wegweiser; (b) in trans. Bdtg, Sorge um etwas tragen, besorgen; οὐκ ἔφα τις ϑεοὺς βροτῶν ἀξιοῦσϑαι μέλειν, daß die Götter sich nicht um die Sterblichen kümmern wollen; τάφου μεληϑείς, für das Grab Sorge tragend; u. pass., besorgt werden
См. также в других словарях:
Κλειώ — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μία από τις εννέα Μούσες, θεά του άσματος (Πίνδαρος, Βακχυλίδης) ή θεά των πηγών (Σιμωνίδης). Θεωρείται εφευρέτρια της κιθάρας, αλλά υπάρχει επίγραμμα που την αποκαλεί θεά της μαντείας. Επίσης, ήταν η μούσα που… … Dictionary of Greek
κλείω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μία από τις εννέα Μούσες, θεά του άσματος (Πίνδαρος, Βακχυλίδης) ή θεά των πηγών (Σιμωνίδης). Θεωρείται εφευρέτρια της κιθάρας, αλλά υπάρχει επίγραμμα που την αποκαλεί θεά της μαντείας. Επίσης, ήταν η μούσα που… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… … Dictionary of Greek
Βρούτος, Μάρκος Ιούνιος — (Marcus Junius Brutus, Ρώμη 85 – Φίλιπποι 42 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός, ένας από τους δολοφόνους του Καίσαρα. Προερχόμενος από αριστοκρατική οικογένεια, έμεινε ορφανός από πατέρα και ανέλαβε την ανατροφή του ο θείος του Κάτων ο Ουτικανός, που τον… … Dictionary of Greek
Σολομών — I (και κατά τους O’ Σαλωμών). Τρίτος βασιλιάς του Ισραήλ (περίπου 970 περίπου 932 π.Χ.). Η βασιλεία του, που διαδέχτηκε τη φιλοπόλεμη βασιλεία του πατέρα του Δαβίδ, υπήρξε ουσιαστικά ειρηνική. Ο Σ. ανέπτυξε το εμπόριο κατασκευάζοντας στόλο, που… … Dictionary of Greek
πρώτος — η, ο / πρῶτος, ώτη, ον, ΝΜΑ, δωρ. τ. πρᾱτος, ον, Α 1. αυτός που προηγείται όλων τών άλλων ως προς τον χρόνο, τον τόπο, τον βαθμό, την ποιότητα, την αξία, τη θέση που έχει σε μια αριθμητική σειρά ή και το αξίωμα που κατέχει σε μια ιεραρχική τάξη… … Dictionary of Greek
Αλκάβιτς, Σαλομόν μπεν Μοσέ Αλεβί — (; – Σαφέντ 1580). Εβραίος ποιητής και διάσημος καβαλιστής του 16ου αι., μαθητής του Ρ. Ιωσήφ Ταϊτατσάκ. Έζησε στη Θεσσαλονίκη, στην Αδριανούπολη και στο Σαφέδ, όπου και πέθανε. Ως ποιητής διακρίθηκε για τις λειτουργικές ψαλμωδίες του. Μία από… … Dictionary of Greek
ακροστιχίδα — Λέξη ή φράση ή αλφαβητική σειρά γραμμάτων που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα των στίχων ή των στροφών ενός ποιήματος. Λέγεται και ακροστίχιοπαραστιχίδα. Το αντίθετο είναι το τελέστιχο όπου συμβαίνει το ίδιο αλλά με τα τελικά γράμματα των… … Dictionary of Greek
μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… … Dictionary of Greek
άσμα — το (AM ᾆσμα, Α και ἄεισμα) το τραγούδι, κυρίως λυρική ωδή ή ύμνος νεοελλ. 1. το κείμενο του άσματος με τη μελωδία του 2. ο ψαλμός 3. εκκλ. ένα από τα ποιητικά βιβλία της ΠΔ: «άσμα ασμάτων» 4. «κύκνειον άσμα» το τελευταίο πριν από τον θάνατό του… … Dictionary of Greek